- βοαί
- βοήloud cryfem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοᾶι — βοᾷ , βοάω cry aloud pres subj mp 2nd sg βοᾷ , βοάω cry aloud pres ind mp 2nd sg (epic) βοᾷ , βοάω cry aloud pres subj act 3rd sg βοᾷ , βοάω cry aloud pres ind act 3rd sg (epic) βοᾷ , βοείη of an ox fem dat sg (epic doric ionic) βοᾷ , βοή loud… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρος — α, ο και ος, ον (AM θανατηφόρος, ον) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο μσν. αυτός που… … Dictionary of Greek